Γράφει ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης
Εκλογές 2019 και σαρωτική επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη σε όλες τις κάλπες: εθνικές εκλογές, ευρωεκλογές και αυτοδιοικητικές. Τα αποτελέσματα σαφώς αδιαμφισβήτητα και χωρίς διττές ερμηνείες.
![ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ - ΜΟΝΙΜΗ ΦΤΩΧΕΙΑ](https://athenspolitics.gr/wp-content/uploads/2022/12/image-64.png)
Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, παρόλο που προέκυψαν μια σειρά από κρίσεις που σάρωσαν τη ζωή μας και έκανε την τετραετία να μοιάζει δεκαετία, είναι αρκετά μικρό για να ξεχάσουμε το κλίμα και τα διλήμματα που είχαν παρουσιαστεί στο εκλογικό σώμα τόσο από την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την ανερχόμενη Νέα Δημοκρατία. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ όπως μας είχε συνηθίσει από τον καιρό της παντοδυναμίας του, παρουσίαζε ένα ρηχό και απλοϊκό αφήγημα στους πολίτες: “η Νέα Δημοκρατία και ο Μητσοτάκης θα ιδιωτικοποιήσουν τα πάντα, θα κόψουν τα επιδόματα που έδινε ο ΣΥΡΙΖΑ οριζόντια και γενικότερα θα επέβαλλε μια ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική Ριγκανο-Θατσεριστικής λογικής.
Η Νέα Δημοκρατία από την άλλη, βασίστηκε σε δύο ισχυρά χαρτιά: την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών την οποία αντιμαχόταν στα συλλαλητήρια και ταυτόχρονα ισχυριζόταν ότι θα άλλαζε άρδην τη φορολογική επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ κατά των ελεύθερων επαγγελματιών με τη θέσπιση φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, όπως για παράδειγμα τη δημιουργία προσωπικού κουμπαρά στο ασφαλιστικό σύστημα. Και οι δύο παρατάξεις βασίστηκαν κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι οι πολίτες εδώ και αρκετά χρόνια δεν υπερψηφίζουν, αλλά καταψηφίζουν μαζικά ένα κόμμα που έχει συνδεθεί με πολιτικές οι οποίες θεωρούνται επιβλαβείς. Ταυτόχρονα, τα αφηγήματά τους “έδεναν” σε μεγάλο βαθμό με τις ιδεολογικές τους αφετηρίες, οπότε είχαν δημιουργήσει μια σαφή στρατηγική ότι αν επικρατήσει ο αντίπαλος θα έρθει η καταστροφή.
Τα αποτελέσματα εν κατακλείδι έδειξαν ότι το αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας υπερίσχυσε έναντι εκείνου του ΣΥΡΙΖΑ και πλέον έμενε να φανεί κατά πόσο η κυβερνητική πολιτική που εξήγγειλε προεκλογικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα εφαρμοζόταν στην πράξη, σε μια οικονομία η οποία μετά βίας έβρισκε το βηματισμό της στην έξοδο από τη σκληρή εποπτεία του μνημονίου. Οι προβλέψεις της Κουμουνδούρου μόνο σωστές δεν αποδείχθηκαν. Ούτε η συμφωνία των Πρεσπών καταγγέλθηκε ή επαναδιαπραγματεύτηκε ή άλλαξε από τη νέα κυβέρνηση, ούτε τα επιδόματα κόπηκαν. Τον πρώτο καιρό μετά την πανδημία η οικονομία παρουσίαζε σημάδια σταθερότητας αλλά χωρίς κανένα ίχνος ισχυρής αναπτυξιακής πορείας, στάσιμη θα την έλεγε κανείς.
Ωστόσο, η αρχή του 2020 με την έναρξη της πανδημίας του COVID-19 ανέτρεψε πλήρως τα δεδομένα και στην πολιτική. Η νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας η οποία μόλις είχε επιτυχημένα αντιμετωπίσει την ένταση με την Τουρκία στα σύνορα του Έβρου με το προσφυγικό κύμα που “έσπρωχνε” βίαια η Άγκυρα είχε δημιουργήσει μια θετική εντύπωση. Η πανδημία μαζί με το σύνολο των δεδομένων ανέτρεψε στη συνέχεια και την οικονομική πολιτική της ευρωζώνης, η οποία έφυγε αναγκαστικά από την ακραία λιτότητα και για να επιβιώσει προτιμήθηκαν πολιτικές κεϋνσιανές. Ο πληθωρισμός, η ενεργειακή κρίση και οι ανατιμήσεις στην αγορά δημιούργησαν από τα τέλη της χρονιάς που φεύγει νέα δεδομένα.
Στο διάστημα αυτό η Νέα Δημοκρατία και ο πρωθυπουργός, αναγκαστικά αγκάλιασε το δημόσιο σύστημα υγείας που απολάμβανε καθολική αναγνώριση από τους πολίτες αλλά εφάρμοσε αναγκαστικά και επιδοματικές πολιτικές για να επιβιώσει η οικονομία και η κοινωνία. Μετά το πέρας του σκληρού κύματος της πανδημίας και με το άνοιγμα της οικονομίας μετά τα lockdown θα περίμενε κανείς πια ότι η κυβέρνηση θα εφαρμόσει ανεμπόδιστα τις φιλελεύθερες πολιτικές της. Μάταια ωστόσο, διότι ο πρωθυπουργός όχι απλά δεν έκοψε κανένα επίδομα όπως πίστευε η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά διευρύνει τις επιδοματικές πολιτικές κάθε λίγο με νέα προγράμματα με τελευταίο το λεγόμενο “food pass”.
Θα προκαλούσε ιδιαίτερη εντύπωση σε οικονομολόγους και πολιτικούς αναλυτές πως μια συντηρητική και φιλελεύθερη παράταξη όπως η Νέα Δημοκρατία και ένας πρωθυπουργός με το επίθετο Μητσοτάκης ασκεί τέτοιου είδους πολιτικές. Το κυβερνητικό κόμμα ωστόσο, έχει μεταβληθεί πολιτικά και ιδεολογικά από ένα συντηρητικό κόμμα σε ένα υβρίδιο στο οποίο απουσιάζουν οι ιδεολογικές και πολιτικές σταθερές, με τη μόνη που επικρατεί να λέγεται εξουσία. Γνωρίζει καλά ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει εδώ και καιρό προσδοκίες από την πολιτική τάξη και έχει συμβιβαστεί με το μη χείρον βέλτιστον.
Η ΄έκφραση “ότι δίνουν καλό είναι” τείνει να γίνει προεκλογικό μότο. Αντί να επικρατήσει μια ορθολογική φιλελεύθερη πολιτική εκ μέρους της κυβέρνησης, που εν προκειμένω μπορεί να βοηθούσε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία και την αγορά από την ακρίβεια που μαστίζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, επικρατεί μια επιδότηση της ακρίβειας. Οι μόνοι ενισχυμένοι ουσιαστικά είναι τα καρτέλ που δε χάνουν τα υπερκέρδη τους ενώ η κοινωνία επιβιώνει μονάχα και διαπαιδαγωγείται σε μια λογική χαμηλών προσδοκιών.
Το παράδοξο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι ότι με αυτή την τακτική έχει εγκλωβίσει τον Αλέξη Τσίπρα καθώς ουσιαστικά αντί για μεγάλος του πολιτικός αντίπαλος έγινε κατά μία έννοια συνεχιστής του. Από την άλλη το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα αλλαγής του Νίκου Ανδρουλάκη το οποίο έχει την πιο ορθολογική στάση στην αντιπολίτευση, εισπράττει όλο και λιγότερου τηλεοπτικού χρόνου μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών, ενώ σίγουρα επηρεάζει ως ένα βαθμό και το συμβάν με τη φερόμενη εμπλοκή της Εύας Καϊλή στο “Quatargate”.
Είναι πολύ ενδιαφέρον από δω και πέρα και όσο πλησιάζουμε στις εκλογές που θα διεξαχθούν το πολύ τον προσεχή Ιούνιο του 23’, πως θα διαμορφωθούν τα πολιτικά αφηγήματα των κομμάτων και κυρίως εκείνα της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ. Πως θα πείσουν για τη διαφορετικότητά τους όταν πλέον φαίνονται συγκοινωνούντα δοχεία στη συνείδηση του μέσου πολίτη. Είναι μια εξίσωση δύσκολη που μόνο οι επικοινωνιολογοί και οι αναλυτές των κομμάτων μπορούν να λύσουν.