Γράφει ο Γιάννης Καρανικολός , Πολιτικός Επιστήμονας. στεγαστικό
Σε μια εποχή διεθνούς αστάθειας, όπου η γεωπολιτική ένταση, το υψηλό κόστος ζωής και η κόπωση των κοινωνιών συνθέτουν ένα εύθραυστο περιβάλλον, ο Κρατικός Προϋπολογισμός παύει να είναι ένας πίνακας αριθμών. Γίνεται πολιτικό κείμενο πρώτης γραμμής. Ο Προϋπολογισμός του 2026, ειδικότερα, λειτουργεί ως καθρέφτης της στρατηγικής επιλογής της χώρας: σοβαρότητα αντί εντυπωσιασμού, διάρκεια αντί στιγμιαίας ανακούφισης.

Όμως, αν υπάρχει ένα πεδίο όπου αυτή η επιλογή δοκιμάζεται άμεσα στην καθημερινότητα, ειδικά για τη γενιά των 25+, αυτό είναι το στεγαστικό. Εκεί όπου συναντώνται η οικονομία, η κοινωνική πολιτική και η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία.
Το στεγαστικό δεν είναι «ένα ακόμη κοινωνικό ζήτημα». Είναι ο βασικός μηχανισμός μέσω του οποίου μια νέα γενιά είτε αποκτά αυτονομία είτε εγκλωβίζεται σε μια παρατεταμένη ανασφάλεια. Και ακριβώς για αυτό έχει μετατραπεί στο αγαπημένο πεδίο του λαϊκισμού.
Το εύκολο είναι οι μεγάλες υποσχέσεις, δηλαδή, οι άμεσες λύσεις, οι μαζικές παροχές και οι κρατικές παρεμβάσεις χωρίς κόστος. Το δύσκολο και πολιτικά τίμιο, είναι να εξηγήσεις ότι το στεγαστικό είναι δομικό πρόβλημα προσφοράς, επενδύσεων και χρόνου. Ο Προϋπολογισμός του 2026 επιλέγει τον δεύτερο δρόμο.
Η βασική παραδοχή, όσο κι αν δεν ακούγεται ευχάριστη, είναι απλή: δεν μειώνονται ουσιαστικά τα ενοίκια αν δεν αυξηθεί η προσφορά κατοικιών. Όλες οι πολιτικές που αγνοούν αυτό το δεδομένο απλώς μεταθέτουν το πρόβλημα ή το επιδεινώνουν. Για αυτό και η έμφαση του Προϋπολογισμού στην αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας, στις συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα και στη διοχέτευση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε έργα κατοικίας έχει ιδιαίτερη σημασία.
Η ενεργοποίηση ανενεργών ακινήτων του Δημοσίου, η ανακαίνιση παλαιού κτιριακού αποθέματος και η δημιουργία πλαισίου για προσιτή μακροχρόνια μίσθωση δεν είναι «θεαματικές» πολιτικές. Είναι όμως οι μόνες που μπορούν να παράγουν πραγματικό αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου. Και εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται η διαφορά μεταξύ πολιτικής ευθύνης και πολιτικής δημαγωγίας.

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η στροφή από τα οριζόντια επιδόματα προς πιο στοχευμένες παρεμβάσεις. Τα επιδόματα ενοικίου μπορεί να λειτουργούν ως προσωρινό παυσίπονο, αλλά συχνά καταλήγουν να αυξάνουν τη ζήτηση χωρίς να αυξάνουν την προσφορά, τροφοδοτώντας περαιτέρω την ακρίβεια. Ο Προϋπολογισμός του 2026 επιχειρεί, έστω προσεκτικά, να μετατοπίσει το βάρος σε πολιτικές που συνδέονται με πραγματική παραγωγή κατοικίας και με ενίσχυση της πρόσβασης των νέων σε στεγαστική πίστη με κοινωνικά κριτήρια.
Παράλληλα, η συζήτηση για το στεγαστικό δεν μπορεί να αγνοεί τη λειτουργία της ίδιας της αγοράς. Ούτε η πλήρης απορρύθμιση ούτε ο κρατικός πατερναλισμός προσφέρουν λύση. Αυτό που απαιτείται είναι έξυπνη ρύθμιση: κίνητρα για μακροχρόνιες μισθώσεις, περιορισμός των στρεβλώσεων από την ανεξέλεγκτη βραχυχρόνια μίσθωση, θεσμική σταθερότητα που επιτρέπει στους επενδυτές να κινηθούν χωρίς να τιμωρεί τους ενοικιαστές. Ο Προϋπολογισμός του 2026 εντάσσεται σε αυτή τη λογική ισορροπίας.
Και εδώ έρχεται το σημείο όπου το στεγαστικό συνδέεται άμεσα με τη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Χωρίς επενδυτική βαθμίδα, χωρίς φθηνό δανεισμό, χωρίς αξιοπιστία στις αγορές, καμία σοβαρή στεγαστική πολιτική δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί διαχρονικά. Όσοι υπόσχονται λύσεις αγνοώντας αυτό το δεδομένο, απλώς μεταφέρουν το κόστος στο μέλλον, συνήθως στις ίδιες γενιές που υποτίθεται ότι υπερασπίζονται.
Η επιλογή της κυβέρνησης να διατηρήσει τη δημοσιονομική πειθαρχία, να στηρίξει την επενδυτική βαθμίδα και να αυξήσει στοχευμένα το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων δεν είναι ουδέτερη πολιτικά.
Είναι συνειδητή στρατηγική επιλογή. Σημαίνει λιγότερα μεγάλα λόγια σήμερα, περισσότερες πιθανότητες να υπάρχει δυνατότητα αύριο.
Φυσικά, καμία ανάλυση δεν μπορεί να αγνοήσει την κοινωνική πραγματικότητα. Οι θετικοί δείκτες δεν μεταφράζονται αυτόματα σε ανακούφιση για κάθε νοικοκυριό. Η ακρίβεια επιμένει και η πίεση στη στέγη παραμένει έντονη. Όμως η απάντηση σε αυτή την πίεση δεν μπορεί να είναι η επιστροφή σε πολιτικές που η χώρα πλήρωσε ακριβά στο παρελθόν.

Το στεγαστικό είναι, τελικά, πολιτικό ζήτημα πρώτης γραμμής γιατί αφορά την ίδια τη σχέση της νέας γενιάς με το κράτος. Αν η πολιτική περιοριστεί σε συνθήματα, το κενό θα καλυφθεί από απογοήτευση και θυμό. Αν, αντίθετα, επιμείνει σε δύσκολες αλλά συνεπείς επιλογές, μπορεί να ξαναχτίσει εμπιστοσύνη.
Ο Προϋπολογισμός του 2026 δεν υπόσχεται θαύματα. Και ίσως αυτό να είναι το πιο τίμιο στοιχείο του. Σε μια χώρα που πλήρωσε ακριβά τις εύκολες υποσχέσεις, η απουσία θαυμάτων δεν είναι αδυναμία, είναι μάθημα ιστορίας.
Αξίζει, όμως, να ειπωθεί κάτι πιο καθαρά. Το στεγαστικό δεν είναι ένα «φυσικό φαινόμενο» ούτε μια αναπόφευκτη συνέπεια της παγκοσμιοποίησης. Είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων επιλογών, παραλείψεων και στρεβλώσεων που συσσωρεύτηκαν για χρόνια. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη σοβαρή πολιτική και στον σύγχρονο λαϊκισμό.
Ο λαϊκισμός στο στεγαστικό φορά συχνά κοινωνικό προσωπείο. Μιλά στο όνομα των νέων, αλλά τους αντιμετωπίζει ως παθητικούς αποδέκτες επιδομάτων. Υπόσχεται «φθηνά σπίτια για όλους», χωρίς να απαντά πού θα χτιστούν, ποιος θα τα χρηματοδοτήσει και πώς θα αποφευχθεί η επανάληψη των ίδιων λαθών. Στην πράξη, πρόκειται για μια πολιτική που χαϊδεύει το πρόβλημα, δεν το λύνει.
Απέναντι σε αυτή τη λογική, ο Προϋπολογισμός του 2026 επιλέγει κάτι λιγότερο εντυπωσιακό αλλά πιο ουσιαστικό: να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε η στέγη να ξαναγίνει προσβάσιμη μέσα από δουλειά, επένδυση και σταθερότητα. Αυτό σημαίνει περισσότερα σπίτια, όχι περισσότερα συνθήματα. Σημαίνει κανόνες στην αγορά, όχι κραυγές. Σημαίνει πολιτικό κόστος σήμερα, για κοινωνικό όφελος αύριο.
Δεν είναι τυχαίο ότι η συζήτηση για το στεγαστικό επανέρχεται πάντα όταν η πολιτική δυσκολεύεται να απαντήσει πειστικά στα πραγματικά προβλήματα. Εκεί όπου τελειώνουν τα επιχειρήματα, αρχίζουν οι εύκολες γενικεύσεις. Όμως η γενιά που ζει με ενοίκιο 700 ευρώ για ένα δυάρι δεν χρειάζεται άλλες γενικεύσεις. Χρειάζεται λύσεις που να αντέχουν στον χρόνο.
Η δημοσιονομική υπευθυνότητα, λοιπόν, δεν είναι τεχνοκρατική εμμονή. Είναι η αναγκαία βάση πάνω στην οποία μπορεί να χτιστεί οποιαδήποτε σοβαρή στεγαστική πολιτική. Χωρίς αυτήν, κάθε παρέμβαση είναι προσωρινή, κάθε βοήθεια ευάλωτη στην επόμενη κρίση, κάθε υπόσχεση υποψήφια για διάψευση.
Για τη δική μας γενιά, το στεγαστικό είναι κάτι παραπάνω από οικονομικό ζήτημα. Είναι το σύνορο ανάμεσα στην αυτονομία και την εξάρτηση, ανάμεσα στο σχέδιο ζωής και στη διαρκή αναβολή. Αν η πολιτική θέλει να ξαναμιλήσει πειστικά στους νέους, δεν αρκεί να υιοθετήσει το λεξιλόγιο τους. Πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να δώσει απαντήσεις που δεν καταρρέουν στην πρώτη δυσκολία.
Ο Προϋπολογισμός του 2026 επιχειρεί ακριβώς αυτό: να δείξει ότι η χώρα μπορεί να προχωρά χωρίς να τάζει τα πάντα, ότι μπορεί να στηρίζει χωρίς να εκτροχιάζεται, ότι μπορεί να σχεδιάζει για τη νέα γενιά χωρίς να της φορτώνει το κόστος.
Και ίσως, τελικά, σε μια εποχή που ο θόρυβος συχνά υποκαθιστά την πολιτική, αυτή η ήρεμη, επίμονη επιλογή σοβαρότητας να είναι η πιο αυθεντικά ριζοσπαστική στάση που μπορεί να κρατήσει κανείς σήμερα.



